σκυλοδέψης

σκυλοδέψης
και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκυλοδέψης — tanner of hides masc nom sg σκυλοδεψέω tan hides imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλοδέψαι — σκυλοδέψης tanner of hides masc nom/voc pl σκυλοδέψᾱͅ , σκυλοδέψης tanner of hides masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλοδεψῶν — σκυλοδέψης tanner of hides masc gen pl σκυλοδεψέω tan hides pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλοδεψώ — έω, Α [σκυλοδέψης] είμαι σκυλοδέψης*, κατεργάζομαι δέρματα («ἢ σκυτοτομεῑν ἢ πλινθουργεῑν... ἢ σκυλοδεψεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • σκυλαδέψης — ὁ, Μ αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σκυλοδέψης] …   Dictionary of Greek

  • σκυλοδέσφης — ὁ, Α βλ. σκυλοδέψης …   Dictionary of Greek

  • σκυλόδεψος — ον, Α σκυλοδέψης* («καὶ τὸν χαλκοτύπον... καὶ τὸν σκυλόδεψον», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος, τό «δέρμα ζώου» + δέψος (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • σκυλόδεψον — σκυλόδεψος masc acc sg σκυλοδέψης tanner of hides masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλόδεψος — masc nom sg σκυλοδέψης tanner of hides masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”